- ωριγενικός
- -ή, -ό, Νεκκλ. ο σχετικός με τον Ωριγένη («ωριγενικές έριδες»).[ΕΤΥΜΟΛ. < Ωριγένης. Η λ. μαρτυρείται από το 1872 στον Αν. Δ. Κυριάκο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ωριγενιστικός — ή, ό, Ν [Ωριγένης] εκκλ. ο ωριγενικός … Dictionary of Greek